- 3 Ιουλίου 2020
- Posted by: admin
- Category: ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ

Μια αισθητή αύξηση σημειώνεται τα τελευταία χρόνια στο χρόνο που περνούν μικρά παιδιά μπροστά στις οθόνες, κυρίως σε υπολογιστές και τάμπλετ. Ταυτόχρονα, παρατηρείται αύξηση των μικρότερων ηλικιών (παιδιά προσχολικής αγωγής) που ασχολούνται με τις συσκευές αυτές.
Οι λόγοι είναι προφανείς και απόλυτα σεβαστοί. Κανένας, έχοντας παιδί ή μη, δε πρόκειται να αμφισβητήσει την ευκολία και τη βοήθεια που προσφέρει η χορήγηση ενός τάμπλετ σε ένα παιδί, για όλους αυτούς τους λόγους. Δυστυχώς, όμως, αμφισβητείται παγκοσμίως η χρήση ηλεκτρονικών μέσων από μικρά παιδιά, και τονίζεται ιδιαίτερα η επίπτωση της οθόνης στην ανάπτυξη του παιδιού.
Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, το παρόν άρθρο θα αναλύσει μερικές από τις αρνητικές επιπτώσεις της υπέρμετρης χρήσης τεχνολογίας σε μικρά παιδιά. Δεν αναιρεί τη θετική επίδραση που μπορεί να έχει η τεχνολογία, ιδιαίτερα από μία ηλικία και έπειτα. Η διαδραστική εμπειρία που προσφέρει η οθόνη μπορεί να είναι επωφελής, πάντα, όμως, κάτω από ειδικές συνθήκες, και πάντα στη σωστή ηλικία και για το σωστό χρόνο.
Οθόνη και γλωσσική ανάπτυξη
Τα παιδιά έρχονται στον κόσμο έχοντας το εγγενές υπόβαθρο ανάπτυξης γλωσσικών δεξιοτήτων. Από τη γέννηση τους η ανθρώπινη ομιλία αποτελεί ιδιαίτερο ερέθισμα γι αυτά, και σύμφωνα με παλαιότερες έρευνες την προτιμούν έναντι άλλων ήχων. Μέσα από την λεγόμενη “πρώτο-συνομιλία” τα βρέφη μπορούν να εκφράζονται και να συναλλάσσονται, κυρίως με τη μητέρα τους, παρά το περιορισμένο ηχητικό τους ρεπερτόριο. Μετά τους 5 μήνες, αρχίζει να αναπτύσσεται, επίσης, η φωνολογική επίγνωση των παιδιών, δηλαδή η ικανότητα σύνδεσης γραπτού και προφορικού λόγου, που αργότερα θα παίξει καθοριστικό ρόλο στην αναγνωστική ικανότητα και στη γραφή τους.
Από την παραγωγή ήχων και την απλή συνεννόηση, λοιπόν, τα βρέφη περνούν στο ολοφραστικό στάδιο, δηλαδή αρχίζουν και παράγουν λέξεις που κατέχουν θέση ολοκληρωμένων ιδεών. Το ολοφραστικό στάδιο θεωρείται επερχόμενο, διαφοροποιημένο και αρκετά σύνθετο. Προς το τέλος του πρώτου έτους, ένα βρέφος είναι ικανό να παράγει κατά μέσο όρο 3 λέξεις. Εντυπωσιακό αποτελεί το γεγονός πως τα παιδιά σε αυτή την ηλικία χρησιμοποιούν 3 έως 10 λέξεις, και αντιλαμβάνονται πάνω από 100. Σταδιακά, από το πρώτο μέχρι το τρίτο έτος το παιδί είναι σε θέση να κατακτήσει βασικές επικοινωνιακές δεξιότητες, και μέχρι τα έξι έτη έχει κατακτήσει τη συντακτική δομή και τους μετασχηματιστικούς κανόνες στις προτάσεις που χρησιμοποιεί.
Σύμφωνα με τελευταίες έρευνες, παιδιά τα οποία είχαν λιγότερη επαφή με οθόνες κάθε είδους, ανέπτυξαν καλύτερες γλωσσικές δεξιότητες. Αυτό συμβαίνει επειδή η ανάπτυξη του εγκεφάλου και το νευρικό σύστημα στα παιδιά σχετίζεται άμεσα με τη χρήση οθονών και επιβάλλεται να μειωθεί ο χρόνος που τα παιδικά ματάκια παρακολουθούν βίντεο ή τηλεόραση.
Το νευρικό σύστημα αποτελεί το θεμέλιο για να αποκτήσει ένα παιδί την ικανότητα να προσλαμβάνει, να κωδικοποιεί, να συγκρατεί (μνήμη) και να ανταποκρίνεται στα περιβαλλοντικά ερεθίσματα. Το σύστημα μεταβίβασης πληροφοριών από και προς τον εγκέφαλο, συντελείται μέσω των νευρώνων, των διαβιβαστών της πληροφορίας. Τομογραφικές απεικονίσεις και προσομοιώσεις λειτουργίας του εγκεφάλου δείχνουν πως η νοητική δραστηριότητα επιτελείται από ένα απέραντο δίκτυο νευρικών κυττάρων, των νευρώνων του εγκεφαλικού φλοιού. Ήδη κατά τη γέννηση, ο εγκέφαλος ενός μωρού έχει 100 δισεκατομμύρια νευρώνες, και μέχρι να αναπτυχθεί πλήρως έχει περίπου 100 τρισεκατομμύρια. Οι νευρικοί αυτοί δεσμοί ενεργοποιούνται όταν χρησιμοποιούνται, πχ.κατά την ομιλία, τη συναλλαγή, το ενεργητικό παιχνίδι, την επανάληψη, και εξασθενούν, όταν μένουν αχρησιμοποίητοι.
Επίσης, ερευνητικά δεδομένα έχουν δείξει πως τα παιχνίδια με κούκλες και ξύλινα παιχνίδια προκαλούν μεγαλύτερη λεκτική συναλλαγή από τα παιχνίδια στην οθόνη. Συνεπώς, τα παιδιά που αφιερώνουν πολλές ώρες στα παιχνίδια στο τάμπλετ δεν έχουν την ίδια ευκαιρία εξάσκησης και ανάπτυξης της γλώσσας, σε σχέση με εκείνα που απασχολούνται με πιο “παραδοσιακά” παιχνίδια. Ένα εμπλουτισμένο πρώιμο γλωσσικό περιβάλλον κατά το παιχνίδι είναι ιδιαίτερα σημαντικό και αποτελεί προγνωστικό παράγοντα της γλωσσικής ανάπτυξης των παιδιών.
Οθόνη και δημιουργικότητα στην παιδική ηλικία
Τα οπτικά και ακουστικά ερεθίσματα που δέχεται το παιδί από τα πρώτα κιόλας χρόνια της ζωής του, αποτελούν τις βάσεις για τη μελλοντική εκδήλωσης της δημιουργικότητάς του. Αποτελούν “το υλικό” από το οποίο θα συνθέσει αργότερα τις ιδέες του (Vygotsky, 2004).
Η δημιουργικότητα ακολουθεί μια αναπτυξιακή καμπύλη, κατά την οποία η δημιουργική ικανότητα βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα στην προσχολική ηλικία, ενώ παρατηρείται κάμψη, όταν το παιδί εισέρχεται στο δημοτικό σχολείο και ανακάμπτει κάποια στιγμή μετά την εφηβεία. Η πτώση της δημιουργικότητας κατά τη σχολική ηλικία κρίνεται περισσότερο ως κοινωνικό και όχι ως βιολογικό φαινόμενο. Το εκπαιδευτικό σύστημα απαιτεί σωστές και όχι ενδιαφέρουσες απαντήσεις, με αποτέλεσμα να αμοίβεται η ομοιομορφία και να αποθαρρύνεται η πρωτοτυπία.
Στη σχετική βιβλιογραφία αναφέρεται ότι ένας από τους βασικούς παράγοντες που επιδρά αρνητικά στην εκδήλωση δημιουργικής σκέψης, είναι η εκτεταμένη έκθεση μικρών παιδιών στην οθόνη. Αυτό συμβαίνει, καθώς τα ερεθίσματα που προσφέρονται από μια οθόνη (ήχος, εικόνα) δημιουργούν ένα παθητικό ακροατήριο, πλήρως εξαρτώμενο από αυτό που του προβάλλεται, στο οποίο δεν προκαλείται ανάγκη οποιασδήποτε αντίδρασης, και στο οποίο στερείται κάθε δυνατότητα αλληλεπίδρασης.
Τα παιδιά, μη έχοντας αναπτύξει τους μηχανισμούς κριτικής ανάλυσης των ενηλίκων, δυσκολεύονται να αντιληφθούν τη διάκριση μεταξύ του πραγματικού και του φανταστικού. Γι αυτό και πολλά παιδιά υιοθετούν, για παράδειγμα, τηλεοπτικές συμπεριφορές ως φυσιολογικές και ρεαλιστικές. Επίσης, η κριτική σκέψη του παιδιού παρεμποδίζεται από τον θόρυβο που παράγεται από κάθε συσκευή, είτε πρόκειται για τηλεόραση είτε για τάμπλετ και κινητό τηλέφωνο, ο οποίος επηρεάζει αρνητικά την ανάπτυξη του «εσωτερικού διαλόγου» με τον οποίο το παιδί μαθαίνει να σκέφτεται, να συγκρίνει και να συμπεραίνει (Christakis, Zimmerman, DiGiuseppe, & McCarty, 2004). Περιπτώσεις παιδικής παχυσαρκίας, εκδήλωση προβληματικής κοινωνικής συμπεριφοράς, επιθετικότητα και προβλήματα στις ακαδημαϊκές επιδόσεις του παιδιού είναι μερικές από τις συνέπειες της υπερβολικής έκθεσης στις οθόνες.
Έχει υποστηριχθεί ότι είναι προτιμότερο οι γονείς να αναζητούν ευκαιρίες αλληλεπίδρασης με τα παιδιά, καθώς η παρουσία της οθόνης επηρεάζει, εκτός των άλλων, σημαντικά την ποιότητα των οικογενειακών σχέσεων (Csikzentmihalyi & Kubey, 1981). Ερευνητές και παιδοψυχολόγοι συστήνουν στους γονείς να υποστηρίξουν τα παιδιά τους, θέτοντας αυστηρούς κανόνες σχετικά με το χρόνο ενασχόλησης με τεχνολογικά μέσα, απαγορεύοντας τη χρήση συσκευών κατά τη διάρκεια των γευμάτων, και φροντίζοντας να μην υπάρχουν στον ίδιο χώρο παραπάνω από μια συσκευές. Ειδικότερα, η ώρα του γεύματος θεωρείται ιδανική στιγμή κοινωνικοποίησης του παιδιού και επικοινωνίας της οικογένειας, γι’ αυτό και δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να συσχετιστεί με τη δυνατότητα ενασχόλησης με συσκευές (Hardy, 2006). Ακόμα και αν έχει προηγηθεί συμφωνία της οικογένειας με το παιδί για χρήση συσκευής, αυτό θα πρέπει να πραγματοποιείται σε ώρες μή συνδεδεμένες με το φαγητό.
Οθόνη και ψυχολογία
Πέρα από την περιορισμένη γλωσσική ανάπτυξη, η υπέρμετρη χρήση οθόνης έχει συσχετιστεί και με ψυχολογικά προβλήματα στα παιδιά. Έγιναν μελέτες σε παιδιά από 2 ετών και άνω, όπου η έκθεσή τους στην οθόνη (>1h/ ημέρα) συσχετίσθηκε με ψυχολογικά προβλήματα, ψυχική ανισορροπία, δυσκολία κοινωνικοποίησης κατά την προσχολική και πρώτη σχολική ηλικία, και γενικότερη χαμηλή ψυχολογική ευεξία.
Σύμφωνα με τον Aric Sigman, συνεργάτη της Βρετανικής Ψυχολογικής Εταιρείας και της Βασιλικής Εταιρείας Ιατρικής της Βρετανίας, όταν πολύ μικρά παιδιά έρχονται σε επαφή με tablet και smartphone μπορούν να προκαλέσουν ακούσια βλάβη στους ακόμα αναπτυσσόμενους εγκεφάλους τους. Πάρα πολύς χρόνος οθόνης, αναφέρει, «εμποδίζει την ανάπτυξη των ικανοτήτων που οι γονείς είναι τόσο πρόθυμοι να καλλιεργήσουν. Η ικανότητα εστίασης, συγκέντρωσης, προσοχής, αίσθησης της στάσης των άλλων και επικοινωνίας μαζί τους, δημιουργίας ενός πλούσιου λεξιλογίου – όλες αυτές οι ικανότητες βλάπτονται». Μάλιστα, ειδικές μαγνητικές τομογραφίες με τις οποίες αξιολογείται η ακεραιότητα της λευκής ουσίας στον εγκέφαλο σε υγιή παιδιά ηλικίας 3 έως 5 (σύστημα αξιολόγησης που ονομάζεται ScreenQ), δείχνουν αλλοιώσεις στην λευκή ουσία του εγκεφάλου, στα παιδιά των οποίων οι γονείς παραδέχτηκαν αυξημένη έκθεση και περισσότερη ώρα επί της οθόνης.
Ο Serge Tisseron, από τους πιο γνωστούς Γάλλους ψυχαναλυτές-ψυχίατρους, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον στη μελέτη των επιπτώσεων της τεχνολογίας στα παιδιά, ανέπτυξε το 2008 τον κανόνα «3-6-9-12». Ο κανόνας είναι απλός:
Καθόλου τηλεόραση πριν από τα 3 χρόνια.
Όχι παιχνίδια σε κονσόλα πριν από τα 6.
Καθόλου Ίντερνετ πριν από τα 9 χρόνια.
Καθόλου κοινωνικά μέσα πριν από τα 12.
Ο κανονας αυτός είχε μεγάλη απήχηση και το 2011 η Γαλλική Ένωση Παιδιάτρων αποδέχτηκε την πρόταση του.
Τεκμηριώνοντας τον κανόνα και τις συστάσεις του, ο ψυχαναλυτής αναφέρει πως η τηλεόραση περιλαμβάνει «βίαιους» θορύβους που εμποδίζουν ένα μωρό να αναπτύξει δεξιότητες συγκέντρωσης και διατήρησης προσοχής. Επίσης, η χορήγηση τάμπλετ σε ένα παιδί προσχολικής ηλικίας λίγες ώρες πριν κοιμηθεί πρέπει να αποφεύγεται, καθώς οι φωτεινές πηγές διαταράσσουν τους ρυθμούς του ύπνου.
Πρόσβαση στο διαδίκτυο και έλεγχος: Τα όρια
Για τον Tisseron, από την ηλικία των 9 και μετά, η πρόσβαση στο διαδίκτυο είναι ένα δικαίωμα και δεν είναι απαγορευτική. Είναι προτιμότερο τα παιδιά να παίρνουν συμβουλές και υποστήριξη από τους γονείς τους όταν «σερφάρουν» στο διαδίκτυο. Το «internet με επίβλεψη» δε σημαίνει ότι ο γονέας στέκεται πίσω από το παιδί κάθε φορά που μπαίνει στο ίντερνετ, ούτε ότι παρακολουθεί καθετί που κάνει, κοιτάζοντας το ιστορικό, καθώς κάτι τέτοιο δεν έχει καμία παιδαγωγική αξία και δε βοηθά το παιδί να κατανοήσει πως πρέπει να είναι υπεύθυνο και κριτικό απέναντι στα μέσα που του δίνονται. Αντίθετα, πρέπει να προετοιμαστεί το παιδί, μαθαίνοντας τους τρεις βασικούς κανόνες του internet.
Ό, τι τοποθετείς εκεί μπορεί να γίνει «δημόσιο»
Ό, τι τοποθετείς εκεί θα μείνει για πάντα
Δεν πρέπει να πιστεύεις όλα όσα βρίσκεις στο διαδίκτυο
Όσον αφορά το χρόνο επί της οθόνης, οι επιστήμονες καταλήγουν ότι αυτός δε πρέπει να ξεπερνά τις δύο ώρες τη βδομάδα για παιδιά κάτω των 6 ετών, και να φτάσουν προοδευτικά τις 6 ώρες τη βδομάδα για παιδιά έως 12 ετών.
Στη βιβλιογραφική ανασκόπηση της Lauren Hale και του Stanford Guan, επιστημονικούς συνεργάτες του Κέντρου Επιστημών Υγείας της Αμερικής, αποδεικνύεται ότι ο χρόνος στην οθόνη σχετίζεται αρνητικά με την ποιότητα του ύπνου (κυρίως μειωμένη διάρκεια και καθυστερημένος χρόνος) στο 90% των ερευνών.
Κάτι επίσης σημαντικό που πρέπει να αναφερθεί είναι πως μέσω της χρήσης των διαδικτυακών παιχνιδιών/ρόλων, μειώνεται για το παιδί η αξία της επικοινωνίας με το πραγματικό του περιβάλλον. Η ενασχόλησή του παιδιού με το εικονικό περιβάλλον – που έχει όλα τα στοιχεία του πραγματικού, όπως η συνομιλία, συνεργασία, αποτυχίες, επιτυχίες, εξέλιξη – μειώνει την προσπάθειά του να συναναστρέφεται και να επενδύει στις σχέσεις του με την οικογένεια ή τους φίλους.
Η θεωρία του Erikson αναφέρει πως τα παιδιά αναπτύσσουν την ικανότητα και την ελευθερία της εξερεύνησης μέσα από την ποικιλία των μαθησιακών υλικών που συναντούν, όπως επίσης και πως αποκτούν εμπειρίες μέσα από ποικίλες δραστηριότητες, όπως το παιχνίδι και η συναλλαγή με συνομιλίκους. Τα παιδιά, μέσα από το παιχνίδι, αποκτούν στόχο και σκοπό για τις δραστηριότητές τους και αναπτύσσονται ψυχοσωματικά. Οι Gillespie & Beisser (2001), αναφέρουν πως η θεωρία του Erikson σχετικά με την ψυχοκοινωνική ανάπτυξη των παιδιών, επηρεάζεται από την χρήση των τεχνολογικών επιτευγμάτων από παιδιά μικρής ηλικίας, σε αρνητικό βαθμό, καθώς η υπέρμετρη χρήση της οθόνης εμποδίζει την ψυχοσωματική αυτή ανάπτυξη, σε διάφορους τομείς.
Η ανάγκη επιστροφής του παραδοσιακού παιχνιδιού
Συμπερασματικά, η υπέρμετρη χρήση της τεχνολογίας από παιδιά που ακόμη αναπτύσσονται, τόσο σωματικά, όσο και πνευματικά και ψυχικά, επιφέρει αρνητικές επιπτώσεις και δε μπορεί να συγκριθεί με την αξία που έχει το παιχνίδι στον “πραγματικό” κόσμο, με κούκλες, τουβλάκια, αυτοκίνητα, παραδοσιακά παιχνίδια, παιχνίδια ρόλων και άλλα πολλά.
Το παιχνίδι αποτελεί τη «φυσική» γλώσσα των παιδιών, το πιο ισχυρό μέσο έκφρασής τους και αναπόσπαστη δραστηριότητα της καθημερινότητάς τους. Μέσω του παιχνιδιού, το παιδί εξωτερικεύει τα συναισθήματά του, μαθαίνει, πειραματίζεται, ευχαριστιέται, απογοητεύεται, ανακαλύπτει τον εαυτό του και τον κόσμο που το περιβάλλει. Το παιχνίδι πρέπει να αντιμετωπίζεται με σεβασμό καθώς το ίδιο το παιδί το θεωρεί πολύ σημαντικό. Παράλληλα, το παιχνίδι είναι μία δραστηριότητα που δεν είναι υποχρεωτική, έχει το δικό της χώρο και χρόνο, αβέβαιο αποτέλεσμα, δεν αποφέρει υλικά πλούτη, ελέγχεται από κανόνες και περιέχει στοιχεία φανταστικά και εξωπραγματικά.
«Το παιχνίδι είναι ταυτόσημο με το παιδί, γιατί αρχίζει από αυτό και αυτό περισσότερο ενδιαφέρει κατά τη βιολογική του ανάπτυξη. Από τη γέννησή του κινείται χωρίς εξωτερικό σκοπό, χρησιμοποιώντας όλες τις σωματικές και ψυχοπνευματικές λειτουργίες, παίζοντας σε κάθε στιγμή» (Αντωνιάδης, 1994, σελ. 17).
«Το παιχνίδι αποτελεί μία μοναδική σχέση του παιδιού με την πραγματικότητα η οποία χαρακτηρίζεται από τη δημιουργία φανταστικών καταστάσεων ή από τη μεταβίβαση ιδιοτήτων από κάποια αντικείμενα σε άλλα» (Vygotsky, 1978, σελ.267).
Το συμπέρασμα; Πατήστε το “off” και βοηθήστε το παιδί σας να κατανοήσει τα όρια μεταξύ εικονικού και πραγματικού κόσμου.
Βιβλιογραφικές Αναφορές
Διαβάστε τη συνέντευξη του Γάλλου ψυχαναλυτή εδώ:
Βορριά, Π., Κιοσέογλου, Γ., Ντούμα, Μ., Λιμναίου, Ν., Ιωσηφίδου, Β., & Σκεπετάρη, Σ. (2015). Η γλωσσική ανάπτυξη σε παιδιά προσχολικής ηλικίας: Ερευνητικά δεδομένα από τη χρήση ψυχομετρικών εργαλείων. Παιδαγωγική επιθεώρηση, 43.
Christakis, D. A., Zimmerman, F. J., DiGiuseppe, D. L., & McCarty, C. A. (2004). Early television exposure and subsequent attentional problems in children. Pediatrics, 113, 708– 713.
Hale, L., & Guan, S. (2015). Screen time and sleep among school-aged children and adolescents: a systematic literature review. Sleep medicine reviews, 21, 50-58.
Hardy, L. L., Baur, L. A., Garnett, S. P., Crawford, D., Campbell, K.J., Shrewsbury, V. A., Cowell, C. T., & Salmon, J. (2006). Family and home correlates of television viewing in 12–13 year old adolescents: The Nepean Study. International Journal of Behavioral Nutrition and Physical Activity, 3(24), 1-9.
Νημά, Ε. (2004). Γλωσσική ανάπτυξη και διδασκαλία. Επιστημονικό βήμα, 3, 15-29.
Tisseron, S. (2013). Screen-Time: A Recommendation by the Academy of Sciences. Le Carnet PSY, (2), 1-1.
Sigman, A. (2012). The impact of screen media on children: a Eurovision for parliament. Improving the quality of childhood in Europe, 3, 88-121.
Vygotsky, L. S. (2004). Imagination and Creativity in Childhood. Journal of Russian and East European Psychology, 42(1), 7-97.